κατάδηλον

κατάδηλον
κατάδηλος
manifest
masc/fem acc sg
κατάδηλος
manifest
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αεισχορρούν — ἀεισχορροῡν, το (Α) λέξη φτιαχτή τού Πλάτωνος, με την οποία παρετυμολογείται το αἰσχρόν «τὸ μὲν τοίνυν αἰσχρόν καὶ δὴ κατάδηλόν μοι φαίνεται ὅ νοεῑ καὶ τοῡτο γὰρ τοῑς ἔμπροσθεν ὁμολογεῑται. Τὸ γὰρ ἐμποδίζον καὶ ἴσχον τῆς ῥοῆς τὰ ὄντα λοιδορεῑν… …   Dictionary of Greek

  • ευθύς — εία, ύ (ΑΜ εὐθύς, εῑα, ύ, Α ιων. και επικ. τ. ἰθύς) 1. αυτός που έχει τη διεύθυνση τής ευθείας γραμμής, αυτός που δεν λυγίζει ούτε αλλάζει κατεύθυνση (α. «ευθύς οδός» β. «εὐθὺν δὲ πλόον καμάτων ἐκτὸς ἐόντα δίδοι», Πίνδ.) 2. (με ηθ. έννοια)… …   Dictionary of Greek

  • ԱՇԽԱՐՀԱԳՈՅԺ — ( ) NBH 1 0260 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 6c ԱՇԽԱՐՀԱԳՈՅԺ ԱՌՆԵԼ καταδήλον ποιέω, ἁνακηρύζω celebro, divulgo, θριαμβεύω triumpho Հրապարակել եւ լսելի առնել ընդ աշխարհս. յայտնի առնել. հռչակել. քարոզել. եւ Ձաղել ʼի հանդէս յաղթանակի.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՅԱՅՏ — (ի, ից.) NBH 2 0320 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 10c, 13c, 15c ա. φανερός, δῆλος, η, ον, γνώριμος manifestus եւն. Տ. ՅԱՅՏՆԻ. որոյ է արմատ. (լծ. հյ. Այտ՝ որպէս ʼի դուրս երեւեալ, եւ այտուցեալ. մանաւանդ թ. այտըն …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”